- καλορρημοσύνη
- κᾰλο-ρρημοσύνη, ἡ,A = καλλιρρημοσύνη, Hsch. s.v. εὐηγορία.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλορρημοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)